↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καπηλεῖον τὰ καπηλεῖ
      γενική τοῦ καπηλείου τῶν καπηλείων
      δοτική τῷ καπηλεί τοῖς καπηλείοις
    αιτιατική τὸ καπηλεῖον τὰ καπηλεῖ
     κλητική ! καπηλεῖον καπηλεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καπηλείω
γεν-δοτ τοῖν  καπηλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπηλεῖον < καπηλ(εύω) + -εῖον < κάπηλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπηλεῖον ουδέτερο

  1. εργαστήριο / κατάστημα / μαγαζί του κάπηλου
  2. ταβέρνα, οινοπωλείο, καπηλειό