Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οινοπωλείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οινοπωλεί
ο
τα
οινοπωλεί
α
γενική
του
οινοπωλεί
ου
των
οινοπωλεί
ων
αιτιατική
το
οινοπωλεί
ο
τα
οινοπωλεί
α
κλητική
οινοπωλεί
ο
οινοπωλεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οινοπωλείο
<
οινο-
(<
οίνος
) +
-πωλ-
(<
πωλώ
,
πουλώ
) +
-είο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.no.poˈli.o
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οινοπωλείο
ουδέτερο
κατάστημα
όπου πωλείται
κρασί
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
λαϊκότροπο
)
κρασοπουλειό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οινοπωλείο