βιβλιοκάπηλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βιβλιοκάπηλος | οι | βιβλιοκάπηλοι |
γενική | του/της του |
βιβλιοκαπήλου βιβλιοκάπηλου |
των | βιβλιοκαπήλων & βιβλιοκάπηλων |
αιτιατική | τον/τη | βιβλιοκάπηλο | τους/τις τους |
βιβλιοκαπήλους βιβλιοκάπηλους |
κλητική | βιβλιοκάπηλε | βιβλιοκάπηλοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βιβλιοκάπηλος < βιβλιο- + κάπηλος. Διφορετική η (ελληνιστική) βιβλιοκάπηλος (έμπορος βιβλίων)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βιβλιοκάπηλος αρσενικό ή θηλυκό
- έμπορος βιβλίων (ειδικά άσεμνου ή επιλήψιμου περιεχομένου)
- αυτός που παράνομα ανατυπώνει και εμπορεύεται βιβλία
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις βιβλίο και κάπηλος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βιβλιοκάπηλος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «βιβλιοκαπηλία, βιβλιοκάπηλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βιβλιοκάπηλος < (βιβλίον) βιβλιο- + αρχαία ελληνική κάπηλος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βιβλιοκάπηλος αρσενικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «βιβλιοκάπηλος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «βιβλιοκάπηλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.