Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιοτελώς < ιδιοτελής

  Επίρρημα επεξεργασία

ιδιοτελώς

  • κατά τρόπο ιδιοτελή, με σκοπό την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων

  Μεταφράσεις επεξεργασία