Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιοτελώς < ιδιοτελής

  Επίρρημα

επεξεργασία

ιδιοτελώς

  • κατά τρόπο ιδιοτελή, με σκοπό την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία