↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιοκαπηλικός η αρχαιοκαπηλική το αρχαιοκαπηλικό
      γενική του αρχαιοκαπηλικού της αρχαιοκαπηλικής του αρχαιοκαπηλικού
    αιτιατική τον αρχαιοκαπηλικό την αρχαιοκαπηλική το αρχαιοκαπηλικό
     κλητική αρχαιοκαπηλικέ αρχαιοκαπηλική αρχαιοκαπηλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιοκαπηλικοί οι αρχαιοκαπηλικές τα αρχαιοκαπηλικά
      γενική των αρχαιοκαπηλικών των αρχαιοκαπηλικών των αρχαιοκαπηλικών
    αιτιατική τους αρχαιοκαπηλικούς τις αρχαιοκαπηλικές τα αρχαιοκαπηλικά
     κλητική αρχαιοκαπηλικοί αρχαιοκαπηλικές αρχαιοκαπηλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχαιοκαπηλικός < αρχαιοκάπηλος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αρχαιοκαπηλικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την αρχαιοκαπηλία ή τους αρχαιοκάπηλους ή αναφέρεται σ’ αυτά
    Το αρχαιοκαπηλικόν ζήτημα έκαμε το χρέος του, το αρχαιοκαπηλικόν ζήτημα ειμπορεί να πάγη στο καλό. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία