αρχαιοκαπηλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαιοκαπηλικός < αρχαιοκάπηλος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααρχαιοκαπηλικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αρχαιοκαπηλία ή τους αρχαιοκάπηλους ή αναφέρεται σ’ αυτά
- Το αρχαιοκαπηλικόν ζήτημα έκαμε το χρέος του, το αρχαιοκαπηλικόν ζήτημα ειμπορεί να πάγη στο καλό. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αρχαιοκάπηλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιοκαπηλικός
|