κριθαρόψωμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κριθαρόψωμο < κριθάρ(ι) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κριθαρόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία) ψωμί από αλεύρι κριθαριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κριθαρόψωμο
|