Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριθαράκι τα κριθαράκια
      γενική
    αιτιατική το κριθαράκι τα κριθαράκια
     κλητική κριθαράκι κριθαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κριθαράκι αμαγείρευτο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριθαράκι < υποκοριστικό του κριθάρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κριθαράκι ουδέτερο

  1. είδος ζυμαρικού που μοιάζει με σπόρο κριθαριού ή σταριού
     συνώνυμα: μανέστρα
  2. μικρό εξόγκωμα στην άκρη του ματιού που προέρχεται από φλεγμονή


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία