κριθαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κριθαράκι | τα | κριθαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κριθαράκι | τα | κριθαράκια |
κλητική | κριθαράκι | κριθαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κριθαράκι < υποκοριστικό του κριθάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακριθαράκι ουδέτερο
- είδος ζυμαρικού που μοιάζει με σπόρο κριθαριού ή σταριού
- μικρό εξόγκωμα στην άκρη του ματιού που προέρχεται από φλεγμονή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κριθαράκι στη Βικιπαίδεια