μανέστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανέστρα | οι | μανέστρες |
γενική | της | μανέστρας | — | |
αιτιατική | τη | μανέστρα | τις | μανέστρες |
κλητική | μανέστρα | μανέστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανέστρα < (άμεσο δάνειο) βενετική manestra < ιταλική minestra (di orzo) < λατινική ministrare/minestrare < λατινική minister
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανέστρα θηλυκό
- σούπα της αδριατικής κουζίνας
- σούπα της κουζίνας της Σαντορίνης
- ζυμαρικό της ελληνικής κουζίνας, το κριθαράκι
Εκφράσεις επεξεργασία
- χαλάει η μανέστρα, χαλάει η σούπα: ματαιώνεται κάποιο σχέδιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μανέστρα στη Βικιπαίδεια