↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτῆσῐς αἱ πτήσεις
      γενική τῆς πτήσεως τῶν πτήσεων
      δοτική τῇ πτήσει ταῖς πτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πτῆσῐν τὰς πτήσεις
     κλητική ! πτῆσῐ πτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτήσει
γεν-δοτ τοῖν  πτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτῆσις, από τον 6ο/5ο αιώνα στον Αισχύλο < θέμα πτη- / *ptā,- + -σις, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- όπως στο πέτομαι [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτῆσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα πτη-

'άλλα θέματα → δείτε  πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

για θέμα πετα- δείτε πετάννυμι

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.