χαρταετός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Παραδοσιακός ελληνικός χαρταετός που πετά σε μεγάλο ύψος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | χαρταετός | χαρταετοί |
γενική | χαρταετού | χαρταετών |
αιτιατική | χαρταετό | χαρταετούς |
κλητική | χαρταετέ | χαρταετοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαρταετός αρσενικό
- αντικείμενο κατασκευασμένο από ελαφριά υλικά, συνήθως ξύλο, χαρτί και σπάγκο, που συγκρατείται με σκοινί και πετάει με τη βοήθεια του αέρα
Εναλλακτικές μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- χαρταετός στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαρταετός