Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρταετός οι χαρταετοί
      γενική του χαρταετού των χαρταετών
    αιτιατική τον χαρταετό τους χαρταετούς
     κλητική χαρταετέ χαρταετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρταετός (μαρτυρείται από το 1861)[1]< χαρτ- + αετός
 
Παραδοσιακός ελληνικός χαρταετός που πετά σε μεγάλο ύψος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρταετός αρσενικό

  • αντικείμενο κατασκευασμένο από ελαφριά υλικά, συνήθως ξύλο, χαρτί και σπάγκο, που συγκρατείται με σκοινί και πετάει με τη βοήθεια του αέρα
    ※  Πέταξαν τα όχι, τα γιατί
    στον αέρα σαν χαρταετοί,
    παίρνω, αφήνω δρόμους και γυρνώ
    λες κι έχω ένα φιλί παντοτινό.
    Στην αγκαλιά σου όλα ένα
    φεγγάρια κι άστρα ενωμένα,
    η ομορφιά σου καθαρό νερό.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Όλα ένα, (2019) Γιώργος Περρής, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, σύνθεση: Ευανθία Ρεμπούτσικα.
    ※  Η προέλευση του χαρταετού έχει τις ρίζες της στην Κίνα, χρησιμεύοντας με πολλούς τρόπους, όπως για καλή τύχη, μετάδοση μηνυμάτων, αλλά και… πολεμική προπαγάνδα. Η δημιουργία του χαρταετού χρονολογείται από τη Δυναστεία της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, μετρώντας ήδη πάνω από 2.000 χρόνια ιστορίας. Στην αρχαία Κίνα, ο χαρταετός ήταν γνωστός με την ονομασία «χάρτινο πουλί» ή αλλιώς «Yao» στη νότια Κίνα και «Yuan» στη βόρεια Κίνα.
    Ο χαρταετός, μια κινεζική και ελληνική παράδοση, Η Καθημερινή, 15-03-2021, @kathimerini.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 15-03-2024.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1102, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία