χαρταετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαρταετός αρσενικό
- αντικείμενο κατασκευασμένο από ελαφριά υλικά, συνήθως ξύλο, χαρτί και σπάγκο, που συγκρατείται με σκοινί και πετάει με τη βοήθεια του αέρα
- ※ Πέταξαν τα όχι, τα γιατί
στον αέρα σαν χαρταετοί,
παίρνω, αφήνω δρόμους και γυρνώ
λες κι έχω ένα φιλί παντοτινό.
Στην αγκαλιά σου όλα ένα
φεγγάρια κι άστρα ενωμένα,
η ομορφιά σου καθαρό νερό.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Όλα ένα, (2019) Γιώργος Περρής, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, σύνθεση: Ευανθία Ρεμπούτσικα.
- ※ Η προέλευση του χαρταετού έχει τις ρίζες της στην Κίνα, χρησιμεύοντας με πολλούς τρόπους, όπως για καλή τύχη, μετάδοση μηνυμάτων, αλλά και… πολεμική προπαγάνδα. Η δημιουργία του χαρταετού χρονολογείται από τη Δυναστεία της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, μετρώντας ήδη πάνω από 2.000 χρόνια ιστορίας. Στην αρχαία Κίνα, ο χαρταετός ήταν γνωστός με την ονομασία «χάρτινο πουλί» ή αλλιώς «Yao» στη νότια Κίνα και «Yuan» στη βόρεια Κίνα.
- Ο χαρταετός, μια κινεζική και ελληνική παράδοση, Η Καθημερινή, 15-03-2021, @kathimerini.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 15-03-2024.
- ※ Πέταξαν τα όχι, τα γιατί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- χαρταετός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρταετός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1102, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- χαρταετός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαρταετός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)