Ετυμολογία

επεξεργασία

latawiec < latać

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

latawiec (pl) αρσενικό

  1. ο χαρταετός
  2. (οικείο) ο μπερμπάντης
    Συγγενικά latawica