latawiec
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
latawiec < latać
Ουσιαστικό
επεξεργασία
latawiec (pl) αρσενικό
- ο χαρταετός
- (οικείο) ο μπερμπάντης
- Συγγενικά latawica
latawiec < latać
latawiec (pl) αρσενικό