μπερμπάντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπερμπάντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική birbante (απατεώνας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπερμπάντης αρσενικό
- άνδρας με ασταθή κι έντονη ερωτική ζωή που επιδιώκει να δημιουργεί πολλές ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, ο γυναικάς
- ο έξυπνος και καπάτσος άνθρωπος