Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπερμπάντης οι μπερμπάντηδες
      γενική του μπερμπάντη των μπερμπάντηδων
    αιτιατική τον μπερμπάντη τους μπερμπάντηδες
     κλητική μπερμπάντη μπερμπάντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπερμπάντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική birbante (απατεώνας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπερμπάντης αρσενικό

  1. άνδρας με ασταθή κι έντονη ερωτική ζωή που επιδιώκει να δημιουργεί πολλές ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, ο γυναικάς
  2. ο έξυπνος και καπάτσος άνθρωπος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία