σύληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύληση | οι | συλήσεις |
γενική | της | σύλησης* | των | συλήσεων |
αιτιατική | τη | σύληση | τις | συλήσεις |
κλητική | σύληση | συλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύληση < αρχαία ελληνική σύλησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύληση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύληση