ενικός         πληθυντικός  
sacrilège sacrilèges

sacrilège (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ιερόσυλος, βέβηλος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sacrilège sacrilèges

sacrilège (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία