Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλώ < αρχαία ελληνική συλάω / συλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

συλώ (παθητική φωνή: συλούμαι)

  1. κλέβω πράγματα πολύτιμα ή ιερά
  2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία