συλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυλούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος συλώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συλούμαι | συλούμουν | θα συλούμαι | να συλούμαι | ||
β' ενικ. | συλείσαι | συλούσουν | θα συλείσαι | να συλείσαι | ||
γ' ενικ. | συλείται | συλούνταν | θα συλείται | να συλείται | ||
α' πληθ. | συλούμαστε | συλούμασταν συλούμαστε |
θα συλούμαστε | να συλούμαστε | ||
β' πληθ. | συλείστε | συλούσασταν συλούσαστε |
θα συλείστε | να συλείστε | συλείστε | |
γ' πληθ. | συλούνται | συλούνταν | θα συλούνται | να συλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συλήθηκα | θα συληθώ | να συληθώ | συληθεί | ||
β' ενικ. | συλήθηκες | θα συληθείς | να συληθείς | συλήσου | ||
γ' ενικ. | συλήθηκε | θα συληθεί | να συληθεί | |||
α' πληθ. | συληθήκαμε | θα συληθούμε | να συληθούμε | |||
β' πληθ. | συληθήκατε | θα συληθείτε | να συληθείτε | συληθείτε | ||
γ' πληθ. | συλήθηκαν συληθήκαν(ε) |
θα συληθούν(ε) | να συληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συληθεί | είχα συληθεί | θα έχω συληθεί | να έχω συληθεί | συλημένος | |
β' ενικ. | έχεις συληθεί | είχες συληθεί | θα έχεις συληθεί | να έχεις συληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συληθεί | είχε συληθεί | θα έχει συληθεί | να έχει συληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συληθεί | είχαμε συληθεί | θα έχουμε συληθεί | να έχουμε συληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συληθεί | είχατε συληθεί | θα έχετε συληθεί | να έχετε συληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συληθεί | είχαν συληθεί | θα έχουν συληθεί | να έχουν συληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συλημένος - είμαστε, είστε, είναι συλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συλημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συλούμαι
|