γυμνόω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γυμνῶ | γυμνοῦμαι |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | γυμνώσω | |
Αόριστος | ἐγύμνωσα | ἐγυμνώθην |
Παρακείμενος | ||
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γυμνόω < γυμνός
ΡήμαΕπεξεργασία
γυμνόω-γυμνῶ
- γυμνώνω και γυμνώνομαι
- αποστερώ
- (παθητικό) είμαι ανυπεράσπιστος