Δείτε επίσης: ἀποστερῶ, αποστερεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστερώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστερῶ, συνηρημένος τύπος του ἀποστερέω < ἀπο- + στερέω / στερῶ

αποστερώ (παθητική φωνή: αποστερούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία