λεηλατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεηλατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεηλατῶ[1], συνηρημένος τύπος του λεηλατέω < λεία (λε-) + ἐλαύνω (-ηλατέω)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.i.laˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐η‐λα‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαλεηλατώ, πρτ.: λεηλατούσα, αόρ.: λεηλάτησα, παθ.φωνή: λεηλατούμαι, π.αόρ.: λεηλατήθηκα, μτχ.π.π.: λεηλατημένος
- αρπάζω με τη βία κάτι σαν λάφυρο, κάνω πλιάτσικο
- ≈ συνώνυμα: διαγουμίζω, λαφυραγωγώ, πλιατσικολογώ
- οι αντίπαλοι υποχωρούσαν λεηλατώντας τα χωριά που συναντούσαν
- ≈ συνώνυμα: διαγουμίζω, λαφυραγωγώ, πλιατσικολογώ
- κατακλέβω, ληστεύω
- εκμεταλλεύομαι κάτι μέχρι να εξαντληθεί, σπαταλώ
- διαρπάζω την πνευματική παραγωγή κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λεηλατώ | λεηλατούσα | θα λεηλατώ | να λεηλατώ | λεηλατώντας | |
β' ενικ. | λεηλατείς | λεηλατούσες | θα λεηλατείς | να λεηλατείς | ||
γ' ενικ. | λεηλατεί | λεηλατούσε | θα λεηλατεί | να λεηλατεί | ||
α' πληθ. | λεηλατούμε | λεηλατούσαμε | θα λεηλατούμε | να λεηλατούμε | ||
β' πληθ. | λεηλατείτε | λεηλατούσατε | θα λεηλατείτε | να λεηλατείτε | λεηλατείτε | |
γ' πληθ. | λεηλατούν(ε) | λεηλατούσαν(ε) | θα λεηλατούν(ε) | να λεηλατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λεηλάτησα | θα λεηλατήσω | να λεηλατήσω | λεηλατήσει | ||
β' ενικ. | λεηλάτησες | θα λεηλατήσεις | να λεηλατήσεις | λεηλάτησε | ||
γ' ενικ. | λεηλάτησε | θα λεηλατήσει | να λεηλατήσει | |||
α' πληθ. | λεηλατήσαμε | θα λεηλατήσουμε | να λεηλατήσουμε | |||
β' πληθ. | λεηλατήσατε | θα λεηλατήσετε | να λεηλατήσετε | λεηλατήστε | ||
γ' πληθ. | λεηλάτησαν λεηλατήσαν(ε) |
θα λεηλατήσουν(ε) | να λεηλατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λεηλατήσει | είχα λεηλατήσει | θα έχω λεηλατήσει | να έχω λεηλατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λεηλατήσει | είχες λεηλατήσει | θα έχεις λεηλατήσει | να έχεις λεηλατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λεηλατήσει | είχε λεηλατήσει | θα έχει λεηλατήσει | να έχει λεηλατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λεηλατήσει | είχαμε λεηλατήσει | θα έχουμε λεηλατήσει | να έχουμε λεηλατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λεηλατήσει | είχατε λεηλατήσει | θα έχετε λεηλατήσει | να έχετε λεηλατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λεηλατήσει | είχαν λεηλατήσει | θα έχουν λεηλατήσει | να έχουν λεηλατήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λεηλατούμαι | λεηλατούμουν | θα λεηλατούμαι | να λεηλατούμαι | ||
β' ενικ. | λεηλατείσαι | λεηλατούσουν | θα λεηλατείσαι | να λεηλατείσαι | ||
γ' ενικ. | λεηλατείται | λεηλατούνταν | θα λεηλατείται | να λεηλατείται | ||
α' πληθ. | λεηλατούμαστε | λεηλατούμασταν λεηλατούμαστε |
θα λεηλατούμαστε | να λεηλατούμαστε | ||
β' πληθ. | λεηλατείστε | λεηλατούσασταν λεηλατούσαστε |
θα λεηλατείστε | να λεηλατείστε | λεηλατείστε | |
γ' πληθ. | λεηλατούνται | λεηλατούνταν | θα λεηλατούνται | να λεηλατούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λεηλατήθηκα | θα λεηλατηθώ | να λεηλατηθώ | λεηλατηθεί | ||
β' ενικ. | λεηλατήθηκες | θα λεηλατηθείς | να λεηλατηθείς | λεηλατήσου | ||
γ' ενικ. | λεηλατήθηκε | θα λεηλατηθεί | να λεηλατηθεί | |||
α' πληθ. | λεηλατηθήκαμε | θα λεηλατηθούμε | να λεηλατηθούμε | |||
β' πληθ. | λεηλατηθήκατε | θα λεηλατηθείτε | να λεηλατηθείτε | λεηλατηθείτε | ||
γ' πληθ. | λεηλατήθηκαν λεηλατηθήκαν(ε) |
θα λεηλατηθούν(ε) | να λεηλατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λεηλατηθεί | είχα λεηλατηθεί | θα έχω λεηλατηθεί | να έχω λεηλατηθεί | λεηλατημένος | |
β' ενικ. | έχεις λεηλατηθεί | είχες λεηλατηθεί | θα έχεις λεηλατηθεί | να έχεις λεηλατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λεηλατηθεί | είχε λεηλατηθεί | θα έχει λεηλατηθεί | να έχει λεηλατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λεηλατηθεί | είχαμε λεηλατηθεί | θα έχουμε λεηλατηθεί | να έχουμε λεηλατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λεηλατηθεί | είχατε λεηλατηθεί | θα έχετε λεηλατηθεί | να έχετε λεηλατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λεηλατηθεί | είχαν λεηλατηθεί | θα έχουν λεηλατηθεί | να έχουν λεηλατηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λεηλατημένος - είμαστε, είστε, είναι λεηλατημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λεηλατημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λεηλατημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λεηλατημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λεηλατημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λεηλατημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λεηλατημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεηλατώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λεηλατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.