Δείτε επίσης: λεηλατῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεηλατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεηλατῶ[1], συνηρημένος τύπος του λεηλατέω < λεία (λε-) + ἐλαύνω (-ηλατέω)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.i.laˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐η‐λα‐τώ

λεηλατώ, πρτ.: λεηλατούσα, αόρ.: λεηλάτησα, παθ.φωνή: λεηλατούμαι, π.αόρ.: λεηλατήθηκα, μτχ.π.π.: λεηλατημένος

  1. αρπάζω με τη βία κάτι σαν λάφυρο, κάνω πλιάτσικο
     συνώνυμα: διαγουμίζω, λαφυραγωγώ, πλιατσικολογώ
    οι αντίπαλοι υποχωρούσαν λεηλατώντας τα χωριά που συναντούσαν
  2. κατακλέβω, ληστεύω
  3. εκμεταλλεύομαι κάτι μέχρι να εξαντληθεί, σπαταλώ
  4. διαρπάζω την πνευματική παραγωγή κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λεηλατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.