Ετυμολογία

επεξεργασία
πλιατσικολογώ < πλιάτσικο + -ο- + λόγος

πλιατσικολογώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία