λεηλατημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεηλατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λεηλατώ
Μετοχή
επεξεργασίαλεηλατημένος, -η, -ο
- που έχει λεηλατηθεί
- λεηλατημένα σπίτια
- (μεταφορικά) αδειασμένος, κενός από το περιεχόμενό του
- μετά τις εκπτώσεις, τα καταστήματα έμειναν λεηλατημένα