Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδειασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδειασμέν
ος
η
αδειασμέν
η
το
αδειασμέν
ο
γενική
του
αδειασμέν
ου
της
αδειασμέν
ης
του
αδειασμέν
ου
αιτιατική
τον
αδειασμέν
ο
την
αδειασμέν
η
το
αδειασμέν
ο
κλητική
αδειασμέν
ε
αδειασμέν
η
αδειασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδειασμέν
οι
οι
αδειασμέν
ες
τα
αδειασμέν
α
γενική
των
αδειασμέν
ων
των
αδειασμέν
ων
των
αδειασμέν
ων
αιτιατική
τους
αδειασμέν
ους
τις
αδειασμέν
ες
τα
αδειασμέν
α
κλητική
αδειασμέν
οι
αδειασμέν
ες
αδειασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αδειασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αδειάζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
άδειος
κενός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδειασμένος
γαλλικά
:
vidé
(fr)