Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεηλασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λεηλασί
α
οι
λεηλασί
ες
γενική
της
λεηλασί
ας
των
λεηλασι
ών
αιτιατική
τη
λεηλασί
α
τις
λεηλασί
ες
κλητική
λεηλασί
α
λεηλασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεηλασία
<
αρχαία ελληνική
λεηλασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεηλασία
θηλυκό
η ενέργεια του
λεηλατώ
, η
αρπαγή
αντικειμένων αξίας από τον αντίπαλο σε καιρό πολέμου ή σε έκνομες καταστάσεις
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
λόγιο
)
δήωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεηλασία
γαλλικά
:
pillage
(fr)
,
sac
(fr)