πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεηλασία οι λεηλασίες
      γενική της λεηλασίας των λεηλασιών
    αιτιατική τη λεηλασία τις λεηλασίες
     κλητική λεηλασία λεηλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεηλασία θηλυκό

  • η ενέργεια του λεηλατώ, η αρπαγή αντικειμένων αξίας από τον αντίπαλο σε καιρό πολέμου ή σε έκνομες καταστάσεις

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία