διαγουμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαγουμίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαγουμίζω < διαγουμάς < τουρκική yağma (διαρπαγή) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.ɣuˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐γου‐μί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαγουμίζω, αόρ.: διαγούμισα, παθ.φωνή: διαγουμίζομαι, π.αόρ.: διαγουμίστηκα, μτχ.π.π.: διαγουμισμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαγουμίζω | διαγούμιζα | θα διαγουμίζω | να διαγουμίζω | διαγουμίζοντας | |
β' ενικ. | διαγουμίζεις | διαγούμιζες | θα διαγουμίζεις | να διαγουμίζεις | διαγούμιζε | |
γ' ενικ. | διαγουμίζει | διαγούμιζε | θα διαγουμίζει | να διαγουμίζει | ||
α' πληθ. | διαγουμίζουμε | διαγουμίζαμε | θα διαγουμίζουμε | να διαγουμίζουμε | ||
β' πληθ. | διαγουμίζετε | διαγουμίζατε | θα διαγουμίζετε | να διαγουμίζετε | διαγουμίζετε | |
γ' πληθ. | διαγουμίζουν(ε) | διαγούμιζαν διαγουμίζαν(ε) |
θα διαγουμίζουν(ε) | να διαγουμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαγούμισα | θα διαγουμίσω | να διαγουμίσω | διαγουμίσει | ||
β' ενικ. | διαγούμισες | θα διαγουμίσεις | να διαγουμίσεις | διαγούμισε | ||
γ' ενικ. | διαγούμισε | θα διαγουμίσει | να διαγουμίσει | |||
α' πληθ. | διαγουμίσαμε | θα διαγουμίσουμε | να διαγουμίσουμε | |||
β' πληθ. | διαγουμίσατε | θα διαγουμίσετε | να διαγουμίσετε | διαγουμίστε | ||
γ' πληθ. | διαγούμισαν διαγουμίσαν(ε) |
θα διαγουμίσουν(ε) | να διαγουμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαγουμίσει | είχα διαγουμίσει | θα έχω διαγουμίσει | να έχω διαγουμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαγουμίσει | είχες διαγουμίσει | θα έχεις διαγουμίσει | να έχεις διαγουμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαγουμίσει | είχε διαγουμίσει | θα έχει διαγουμίσει | να έχει διαγουμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαγουμίσει | είχαμε διαγουμίσει | θα έχουμε διαγουμίσει | να έχουμε διαγουμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαγουμίσει | είχατε διαγουμίσει | θα έχετε διαγουμίσει | να έχετε διαγουμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαγουμίσει | είχαν διαγουμίσει | θα έχουν διαγουμίσει | να έχουν διαγουμίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαγουμίζομαι | διαγουμιζόμουν(α) | θα διαγουμίζομαι | να διαγουμίζομαι | ||
β' ενικ. | διαγουμίζεσαι | διαγουμιζόσουν(α) | θα διαγουμίζεσαι | να διαγουμίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διαγουμίζεται | διαγουμιζόταν(ε) | θα διαγουμίζεται | να διαγουμίζεται | ||
α' πληθ. | διαγουμιζόμαστε | διαγουμιζόμαστε διαγουμιζόμασταν |
θα διαγουμιζόμαστε | να διαγουμιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαγουμίζεστε | διαγουμιζόσαστε διαγουμιζόσασταν |
θα διαγουμίζεστε | να διαγουμίζεστε | (διαγουμίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαγουμίζονται | διαγουμίζονταν διαγουμιζόντουσαν |
θα διαγουμίζονται | να διαγουμίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαγουμίστηκα | θα διαγουμιστώ | να διαγουμιστώ | διαγουμιστεί | ||
β' ενικ. | διαγουμίστηκες | θα διαγουμιστείς | να διαγουμιστείς | διαγουμίσου | ||
γ' ενικ. | διαγουμίστηκε | θα διαγουμιστεί | να διαγουμιστεί | |||
α' πληθ. | διαγουμιστήκαμε | θα διαγουμιστούμε | να διαγουμιστούμε | |||
β' πληθ. | διαγουμιστήκατε | θα διαγουμιστείτε | να διαγουμιστείτε | διαγουμιστείτε | ||
γ' πληθ. | διαγουμίστηκαν διαγουμιστήκαν(ε) |
θα διαγουμιστούν(ε) | να διαγουμιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαγουμιστεί | είχα διαγουμιστεί | θα έχω διαγουμιστεί | να έχω διαγουμιστεί | διαγουμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαγουμιστεί | είχες διαγουμιστεί | θα έχεις διαγουμιστεί | να έχεις διαγουμιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαγουμιστεί | είχε διαγουμιστεί | θα έχει διαγουμιστεί | να έχει διαγουμιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαγουμιστεί | είχαμε διαγουμιστεί | θα έχουμε διαγουμιστεί | να έχουμε διαγουμιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαγουμιστεί | είχατε διαγουμιστεί | θα έχετε διαγουμιστεί | να έχετε διαγουμιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαγουμιστεί | είχαν διαγουμιστεί | θα έχουν διαγουμιστεί | να έχουν διαγουμιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαγουμισμένος - είμαστε, είστε, είναι διαγουμισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαγουμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαγουμισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαγουμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαγουμισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαγουμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαγουμισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαγουμίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διαγουμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιαγουμίζω
- λεηλατώ, κουρσεύω, διαγουμίζω
- άλλες μορφές: διαγουμῶ
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διαγουμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- διαγουμίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].