Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρσεύω < μεσαιωνική ελληνική κουρσεύω < κούρσος

κουρσεύω (παθητική φωνή: κουρσεύομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία