αδιαγούμητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ðʝaˈɣu.mi.tos/ & /a.ði̯aˈɣu.mi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δια‐γού‐μη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αδιαγούμητος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αδιαγούμιστος του διαγουμίζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιαγούμητος
→ δείτε τη λέξη αλεηλάτητος |