↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεηλάτητος η αλεηλάτητη το αλεηλάτητο
      γενική του αλεηλάτητου της αλεηλάτητης του αλεηλάτητου
    αιτιατική τον αλεηλάτητο την αλεηλάτητη το αλεηλάτητο
     κλητική αλεηλάτητε αλεηλάτητη αλεηλάτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεηλάτητοι οι αλεηλάτητες τα αλεηλάτητα
      γενική των αλεηλάτητων των αλεηλάτητων των αλεηλάτητων
    αιτιατική τους αλεηλάτητους τις αλεηλάτητες τα αλεηλάτητα
     κλητική αλεηλάτητοι αλεηλάτητες αλεηλάτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλεηλάτητος < α- στερητικό + (λεηλατώ) λεηλατη- + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αλεηλάτητος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία