διαγουμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.ɣu.miˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐γου‐μι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
διαγουμισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαγουμίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαγουμισμένος
|