chiffon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
chiffon (fr) αρσενικό
- κομμάτι από παλιό ύφασμα
- (συνεκδοχικά) τσαλακωμένα ρούχα
- (καθομιλουμένη) γυναικεία ρούχα
Εκφράσεις επεξεργασία
- parler chiffons : μιλάω για ρούχα
- agiter le chiffon rouge : αναφέρω ένα θέμα που ξέρω ότι θα προκαλέσει έντονη συζήτηση
- passer un coup de chiffon : ξεσκονίζω στα γρήγορα