Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chiffon < chiffe (fr)

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

chiffon (fr) αρσενικό

  1. κομμάτι από παλιό ύφασμα
  2. (συνεκδοχικά) τσαλακωμένα ρούχα
  3. (καθομιλουμένη) γυναικεία ρούχα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • parler chiffons : μιλάω για ρούχα
  • agiter le chiffon rouge : αναφέρω ένα θέμα που ξέρω ότι θα προκαλέσει έντονη συζήτηση
  • passer un coup de chiffon : ξεσκονίζω στα γρήγορα

Συγγενικά επεξεργασία