chiffonnier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchiffonnier (fr) αρσενικό, chiffonnière θηλυκό
- αυτός που μαζεύει τα παλιά ρούχα για να τα πουλήσει, ο ρακοσυλλέκτης
- η σιφονιέρα (έπιπλο)
Εκφράσεις
επεξεργασία- dispute de chiffonniers : καυγάς, θορυβώδης τσακωμός