Ετυμολογία

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chiffonnier (fr) αρσενικό, chiffonnière θηλυκό

  1. αυτός που μαζεύει τα παλιά ρούχα για να τα πουλήσει, ο ρακοσυλλέκτης
  2. η σιφονιέρα (έπιπλο)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • dispute de chiffonniers : καυγάς, θορυβώδης τσακωμός

Συγγενικά

επεξεργασία