Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιφονιέρα οι σιφονιέρες
      γενική της σιφονιέρας
    αιτιατική τη σιφονιέρα τις σιφονιέρες
     κλητική σιφονιέρα σιφονιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιφονιέρα < γαλλική chiffonnier < chiffon < chiffe < αγγλική chip
 
Mια σιφονιέρα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιφονιέρα θηλυκό

  • το έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με πολλά επάλληλα συρτάρια για την τακτοποίηση και τη φύλαξη ρούχων, λευκών ειδών, εσωρούχων κ.λπ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία