συρτάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συρτάρι | τα | συρτάρια |
γενική | του | συρταριού | των | συρταριών |
αιτιατική | το | συρτάρι | τα | συρτάρια |
κλητική | συρτάρι | συρτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συρτάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συρτάριον < αρχαία ελληνική συρτός[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυρτάρι ουδέτερο
- ειδικό κουτί (με χερούλι ή λαβή) που τοποθετείται σε ειδικούς χώρους ενός επίπλου και σύρεται προς τα έξω, για να προσθέσουμε πράγματα για αποθήκευση ή να τα πάρουμε
Συγγενικά
επεξεργασία- συρταράκι
- συρταριέρα
- συρταρωτός
- → δείτε τις λέξεις σύρω και σέρνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συρτάρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συρτάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας