Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tiroir < tirouer < tyroire < tirer

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tiroir tiroirs

tiroir (fr) αρσενικό

  1. το συρτάρι
  2. μηχανισμός που διοχετεύει εναλλακτικά τον ατμό στη μία ή την άλλη πλευρά του πιστονιού

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία