Ετυμολογία

επεξεργασία
tiroir-caisse < tiroir + caisse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.ʁwar⋅kɛs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
tiroir-caisse tiroirs-caisses

tiroir-caisse (fr) αρσενικό

  1. το συρτάρι μιας ταμειακής μηχανής
  2. το περιεχόμενο ενός ταμείου