↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρτός η συρτή το συρτό
      γενική του συρτού της συρτής του συρτού
    αιτιατική τον συρτό τη συρτή το συρτό
     κλητική συρτέ συρτή συρτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρτοί οι συρτές τα συρτά
      γενική των συρτών των συρτών των συρτών
    αιτιατική τους συρτούς τις συρτές τα συρτά
     κλητική συρτοί συρτές συρτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συρτός < ελληνιστική κοινή συρτός < αρχαία ελληνική σύρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sirˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

συρτός, -η, -ο

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συρτός οι συρτοί
      γενική του συρτού των συρτών
    αιτιατική τον συρτό τους συρτούς
     κλητική συρτέ συρτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρτός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία