συρτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συρτή | οι | συρτές |
γενική | της | συρτής | των | συρτών |
αιτιατική | τη | συρτή | τις | συρτές |
κλητική | συρτή | συρτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συρτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου συρτός[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυρτή θηλυκό
- (εργαλείο, αλιεία) αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από πετονιά με αγκίστρια και ομοίωμα ψαριού στο άκρο του
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αγγολόγι
- αθερινολόγος ή μπέντουλας
- γριγράκι
- θυννείο ή νταλιάνι
- καθετή
- παραγάδι
- πεταχτάρι
- τσαπαρί
- ψαροτούφεκο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυρτή
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συρτή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας