Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλιευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλιευτικ
ός
η
αλιευτικ
ή
το
αλιευτικ
ό
γενική
του
αλιευτικ
ού
της
αλιευτικ
ής
του
αλιευτικ
ού
αιτιατική
τον
αλιευτικ
ό
την
αλιευτικ
ή
το
αλιευτικ
ό
κλητική
αλιευτικ
έ
αλιευτικ
ή
αλιευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλιευτικ
οί
οι
αλιευτικ
ές
τα
αλιευτικ
ά
γενική
των
αλιευτικ
ών
των
αλιευτικ
ών
των
αλιευτικ
ών
αιτιατική
τους
αλιευτικ
ούς
τις
αλιευτικ
ές
τα
αλιευτικ
ά
κλητική
αλιευτικ
οί
αλιευτικ
ές
αλιευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλιευτικός
<
αρχαία ελληνική
ἁλιευτικός
<
ἁλιεύω
Επίθετο
επεξεργασία
αλιευτικός
ο σχετικός με την
αλιεία
Συνώνυμα
επεξεργασία
ψαράδικος
Συγγενικά
επεξεργασία
αλιεύω
αλιέας
αλιεύς
αλιεία
αλιευτικό
αλιευτική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλιευτικός
αγγλικά
:
fishing
(en)
γαλλικά
:
halieutique
(fr)
, de
pêche
(fr)
,