ψαράδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ψαράδικος, -η, -ο
- που αναφέρεται στους ψαράδες και το ψάρεμα
- ψαράδικο καπέλο: μεγάλο πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, σαν κι αυτό που φορούν οι ψαράδες
- ψαράδικο παντελόνι: παντελόνι με μπατζάκια ως τα γόνατα