ψαράδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαράδικο | τα | ψαράδικα |
γενική | του | ψαράδικου | των | ψαράδικων |
αιτιατική | το | ψαράδικο | τα | ψαράδικα |
κλητική | ψαράδικο | ψαράδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψαράδικο ουδέτερο
- (αλιεία) το μαγαζί που πουλάει ψάρια, το ιχθυοπωλείο
- το στυλ παντελονιού που τελειώνει κάτω από το γόνατο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαράδικο