pêcheur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pêcheur | pêcheurs |
pêcheur (fr) αρσενικό
- ο ψαράς, ο αλιεύς, o αλιεργάτης, ο αλιέας
Δείτε επίσης : pécheur |
ενικός | πληθυντικός |
pêcheur | pêcheurs |
pêcheur (fr) αρσενικό