αλιεύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλιεύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁλιεύς < ἅλς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.liˈefs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι‐εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλιεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἁλιεύς)
- (αρχαιοπρεπές, επάγγελμα) ο αλιέας, ο ψαράς
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλιεύς
→ δείτε τη λέξη ψαράς |
Πηγές
επεξεργασία- «αλιεύς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)