• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλιέας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλιέας οι αλιείς
      γενική του αλιέα
& αλιέως
των αλιέων
    αιτιατική τον αλιέα τους αλιείς
     κλητική αλιέα αλιείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλιέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁλιεύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλιέας αρσενικό

  • (λόγιο, επάγγελμα) ο ψαράς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    αλιέας
  • → δείτε τη λέξη ψαράς
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλιέας&oldid=5390514"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Δεκεμβρίου 2021, στις 17:00

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Δεκεμβρίου 2021, στις 17:00.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας