Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλιεργάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλιεργάτ
ης
οι
αλιεργάτ
ες
γενική
του
αλιεργάτ
η
των
αλιεργατ
ών
αιτιατική
τον
αλιεργάτ
η
τους
αλιεργάτ
ες
κλητική
αλιεργάτ
η
αλιεργάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλιεργάτης
<
αλιεία
+
εργάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλιεργάτης
αρσενικό
(
θηλυκό
:
αλιεργάτρια
)
(
επάγγελμα
)
εργάτης
σε
αλιευτικό
σκάφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλιεργάτης
γαλλικά
:
pêcheur
(fr)