πεταχτάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεταχτάρι | τα | πεταχτάρια |
γενική | του | πεταχταριού | των | πεταχταριών |
αιτιατική | το | πεταχτάρι | τα | πεταχτάρια |
κλητική | πεταχτάρι | πεταχτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεταχτάρι < πεταχτ(ός) + -άρι < μεσαιωνική ελληνική πεταχτάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεταχτάρι ουδέτερο
- (εργαλείο, αλιεία) αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από πετονιά, δύο αγκίστρια και ένα ή δύο βαρίδια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πετώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αγγολόγι
- αθερινολόγος ή μπέντουλας
- γριγράκι
- θυννείο ή νταλιάνι
- καθετή
- παραγάδι
- συρτή
- τσαπαρί
- ψαροτούφεκο ή ψαροντούφεκο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεταχτάρι
|
Πηγές
επεξεργασία- πεταχτάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πεταχτάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας