Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψαροντούφεκο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψαροντούφεκ
ο
τα
ψαροντούφεκ
α
γενική
του
ψαροντούφεκ
ου
των
ψαροντούφεκ
ων
αιτιατική
το
ψαροντούφεκ
ο
τα
ψαροντούφεκ
α
κλητική
ψαροντούφεκ
ο
ψαροντούφεκ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ψάρεμα με
ψαροντούφεκο
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψαροντούφεκο
<
ψαρο-
+
ντουφέκ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψαροντούφεκο
ουδέτερο
(
αλιεία
) όπλο για
υποβρύχιο
ψάρεμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ψαροτούφεκο
Συγγενικά
επεξεργασία
ψαροντουφεκάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψαροντούφεκο
αγγλικά
:
spear gun
(en)
τσεχικά
:
podvodní puška
(cs)