Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ψαρο- < ψάρ(ι) + -ο- ή -ό-

  Πρόθημα επεξεργασία

ψαρο- ή ψαρό- και ψαρ- πριν από φωνήεν

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ψάρι

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ψαρο- < ψαρής, ψαρός (γκρίζος) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ψαρο-