↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαρομάλλης η ψαρομάλλα
ψαρομαλλούσα
το ψαρομάλλικο
      γενική του ψαρομάλλη της ψαρομάλλας
ψαρομαλλούσας
του ψαρομάλλικου
    αιτιατική τον ψαρομάλλη την ψαρομάλλα
ψαρομαλλούσα
το ψαρομάλλικο
     κλητική ψαρομάλλη ψαρομάλλα
ψαρομαλλούσα
ψαρομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαρομάλληδες οι ψαρομάλλες
ψαρομαλλούσες
τα ψαρομάλλικα
      γενική των ψαρομάλληδων των των ψαρομάλλικων
    αιτιατική τους ψαρομάλληδες τις ψαρομάλλες
ψαρομαλλούσες
τα ψαρομάλλικα
     κλητική ψαρομάλληδες ψαρομάλλες
ψαρομαλλούσες
ψαρομάλλικα
Το θηλυκό, σε και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Συγκρίνετε με το ψαρόμαλλος, ψαρόμαλλη, ψαρόμαλλο.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρομάλλης < ψαρ(ός) + -ο- + -μάλλης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psa.ɾoˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψα‐ρο‐μάλ‐λης

  Επίθετο

επεξεργασία

ψαρομάλλης, -α/ούσα, -ικο

  • που έχει ψαρά, γκρίζα μαλλιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία