Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκριζωπός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γκριζωπ
ός
η
γκριζωπ
ή
το
γκριζωπ
ό
γενική
του
γκριζωπ
ού
της
γκριζωπ
ής
του
γκριζωπ
ού
αιτιατική
τον
γκριζωπ
ό
την
γκριζωπ
ή
το
γκριζωπ
ό
κλητική
γκριζωπ
έ
γκριζωπ
ή
γκριζωπ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γκριζωπ
οί
οι
γκριζωπ
ές
τα
γκριζωπ
ά
γενική
των
γκριζωπ
ών
των
γκριζωπ
ών
των
γκριζωπ
ών
αιτιατική
τους
γκριζωπ
ούς
τις
γκριζωπ
ές
τα
γκριζωπ
ά
κλητική
γκριζωπ
οί
γκριζωπ
ές
γκριζωπ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γκριζωπός
<
γκρίζος
+
-ωπός
<
βενετική
griso
<
πρωτογερμανική
*
grēwaz
Επίθετο
επεξεργασία
γκριζωπός
που μοιάζει λίγο
γκρίζος
, αλλά δεν είναι ακριβώς
γκρι
, έχει μια
απόχρωση
του γκρίζου
Συνώνυμα
επεξεργασία
γκριζούλης
σταχτωπός
υπόφαιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκριζωπός
αγγλικά
:
grayish
(en)
γαλλικά
:
grisâtre
(fr)