ψαρομάχαιρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψαρομάχαιρο ουδέτερο
- (κουζινικά) το ειδικό μαχαίρι με τη σχετικά μακριά λαβή και την κάπως κοντή και πεπλατυσμένη αιχμή για την κατάτμηση και κατανάλωση του σερβιρισμένου ψαριού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαρομάχαιρο
* αγγλικά : fish knife (en) * γαλικιανά : coitelo de peixe (gl) |