Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαρομάχαιρο τα ψαρομάχαιρα
      γενική του ψαρομάχαιρου των ψαρομάχαιρων
    αιτιατική το ψαρομάχαιρο τα ψαρομάχαιρα
     κλητική ψαρομάχαιρο ψαρομάχαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαρομάχαιρο < ψάρι και μαχαίρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαρομάχαιρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία