Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερβιρισμένος η σερβιρισμένη το σερβιρισμένο
      γενική του σερβιρισμένου της σερβιρισμένης του σερβιρισμένου
    αιτιατική τον σερβιρισμένο τη σερβιρισμένη το σερβιρισμένο
     κλητική σερβιρισμένε σερβιρισμένη σερβιρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερβιρισμένοι οι σερβιρισμένες τα σερβιρισμένα
      γενική των σερβιρισμένων των σερβιρισμένων των σερβιρισμένων
    αιτιατική τους σερβιρισμένους τις σερβιρισμένες τα σερβιρισμένα
     κλητική σερβιρισμένοι σερβιρισμένες σερβιρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερβιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σερβίρω

  Μετοχή επεξεργασία

σερβιρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία